- οξυτελής
- -ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελήςεντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμωνμσν.-αρχ.αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημι-τελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυτελεῖς — ὀξυτελής with sharp ends masc/fem acc pl ὀξυτελής with sharp ends masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek